- σύλληψη
- η / σύλληψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ.γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει ξύλληψιν ἐποιοῡντο», Θουκ.)2. (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) γονιμοποίηση, έναρξη τής εγκυμοσύνης, τής κυοφορίας (α. «ήθελε να αποφύγει τη σύλληψη» β. «ἑορτάζει σήμερον ἡ οἰκουμένη τὴν τῆς Ἄννης σύλληψιν», Μηναίγ. «ἀκόλαστοι συλλήψεις», Πλωτ.δ. «ἡ σύλληψις γίνεται μετὰ τὴν τούτων ἀπαλλαγήν ταῑς γυναιξί», Αριστοτ.)3. το να συλλαμβάνει κανείς με τον νου κάτι, κατανόηση ή επινόηση (α. «η μεγαλοφυής σύλληψη τής δομής τής ύλης» β. «...ἀθρόα πάντα τῇ συλλήψει αὐτῇ ἕπεται τὰ ἀγαθά», Κλήμ. Αλ.)νεοελλ.1. αστρον. η μετατροπή ενός ανεξάρτητου ουράνιου σώματος σε δορυφόρο ενός άλλου ουράνιου σώματος, μεγαλύτερης μάζας, το οποίο συνέβη να πλησιάσει το πρώτο κατά την εκτέλεση τής τροχιάς του2. βιολ. (στην αμφιγονική αναπαραγωγή) η συνάντηση και συγχώνευση τών δύο γαμετών, τού θηλυκού ωαρίου και τού αρσενικού σπερματοζωαρίου, ώστε να δώσουν ένα γονιμοποιημένο ωάριο, τον ζυγώτη, το οποίο αποτελεί το εναρκτήριο στάδιο τού εμβρύου, αλλ. γονιμοποίηση3. (ποιν. δίκ.) ανακριτική πράξη με την οποία περιορίζεται η προσωπική ελευθερία και η τιμή τού προσώπου εναντίον τού οποίου ενεργείται και το οποίο κατηγορείται για σοβαρό αδίκημα4. φυσ. τύπος ραδιενεργού διάσπασης βήτα, δηλαδή ισοβαρούς μετάπτωσης, κατά την οποία ένας ασταθής ραδιενεργός πυρήνας απορροφά ένα από τα περιφερειακά του ηλεκτρόνια προκειμένου να περιέλθει σε σταθερότερη κατάστασηαρχ.1. (ρητ.) σχήμα τού λόγου κατά το οποίο το κατηγορούμενο που ανήκει σε ένα υποκείμενο αναφέρεται σε πολλά («σύλληψις δὲ ὅταν τὸ τῷ ἑτέρω συμβεβηκὸς κἀπὶ θἀτέρου λαμβάνηται, οἷον Βορέας καὶ Ζέφυρος, τώ γε Θρῄκηθεν ἄητον, μόνος γὰρ ὁ Βορέας ἀπὸ τῆς θρᾴκης ἐκπνεῑ», Ηρωδιαν.)2. το να περιλαμβάνει κανείς κάτι μαζί με κάτι άλλο («συλλήψεως ἐπιρρήματα», Διον. θρ.)3. (σχετικά με ήχους) σύνθεση, σύναψη4. συγκεφαλαίωση5. επίτομη έκθεση («σύλληψις διὰ βραχέων τῆς ὅλης θεωρίας», Γαλ.)6. βοήθεια, αρωγή7. συνάθροιση, συγκέντρωση («ἐν πολυανθρώπῳ συλλήψει», Βασ.)8. φρ. «ὁ κατὰ σύλληψιν ὅρος» — όρος που περιλαμβάνει το αρχικό σχέδιο και το αντισχέδιο τού αντιπάλου (Ερμογ.).
Dictionary of Greek. 2013.